-
1 частный
επ.1. ατομικός, ιδιωτικός, προσωπικός•-ая переписка ιδιωτική αλληλογραφία•
я к вам по -у делу έρχομαι σε σας για ατομική υπόθεση•
-ая инициатива ατομική πρωτοβουλία•
-ая жизнь ιδιωτική ζωή•
-ые уроки ιδιωτικά μαθήματα•
-ая собственность ατομική ιδιοκτησία•
-ая торговля ιδιωτικό εμπόριο•
частный капитал ιδιωτικό κεφάλαιο.
2. ξεχωριστός, μεμονωμένος• ιδιαίτερος•частный случай μεμονωμένη περίπτωση.
3. του τμήματος ή συνοικίας πόλης•частный дом παλ. το κτίριο του αστυνομικού τμήματος.
4. -ое ουδ. ουσ. το μερικό•заключение от -ого к общему συμπέρασμα από το μερικό στο γενικό•
заключение от общего к -у συμπέρασμα από το γενικό στο μερικό.
5. ουσ. α. частный ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος.εκφρ.- ое обвинение – ιδιωτική καταγγελία•частный поверенный – παλ. ο δικηγόρος•частный пристав – βλ. 5 σημ. -
2 частный
ча́стн||ый1. прил ἰδιωτικός, προσωπικός, ἀτομικός:\частныйая жизнь ἡ ἰδιωτική ζωή, ὁ ἰδιωτικός βίος· \частныйое лицо́ ὁ ἰδιώτης· \частныйая переписка ἡ προσωπική ἀλλη-λογραφία· \частныйое дело ἡ ἰδιωτική (или ἀτομική) ὑπόθεση· \частныйые уроки τά ἰδιαίτερα μαθήματα· \частный капитал τό ἰδιωτικό κεφάλαιο· \частныйая собственность ἡ ἀτομική ἰδιοχτησία· \частныйая торговля τό ἰδιωτικό ἐμπόριο·2. прил (отдельный, особый) ἰδιαίτερος, είδικός, μερικός:\частный слу́чай ἡ μεμονωμένη περίπτωσή3. \частныйое с τό με-ρικό[ν]:переход от \частныйого к общему ἡ ἐπαγωγή ἀπό τό μερικό εἰς τό γενικό. -
3 банк
1. эк. η τράπεζ/α 2. мед. η τράπεζαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > банк
-
4 склад
(помещение) η αποθήκηразрешение таможни на выдачу груза со - а τελωνειακή έγκριση/άδεια για παράδοση του φορτίου από την -грузовой - των φορτίων/εμπορευμάτων- пиломатериалов - ξυλείας, η ξυλαποθήκηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > склад